Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

ΟΙ ΠΑΡΑΞΕΝΕΣ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα

ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα μες τη δροσιά του σπιτιού

σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.

 

Γύρευα τότε να ξεφύγω

μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου

νύχτες που μελετούσα το κενό

πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.

 

Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου

ματόκλαδα και χείλια που τα ’σκιζε ο πόθος μου

κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα λίγος καπνός από μακριά

λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.

Και το καράβι μου στην κήπο της δεμένο κι άγρυπνο

σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί

μου θύμιζε κάποτε τους συντρόφους που χάθηκαν

ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης

(ΣΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971 – από την ίδια συλλογή ανθολογούνται παρακάτω και τα ποιήματα:)

1. ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ, Κοντά σε τούτες τις πέτρες μαύρες μέσα στο φως

2. ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, Εδώ ήταν η συνηθισμένη θέση του

3. ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ, Ήμουν είπε χαμένος…

4. ΑΛΦΕΙΟΣ, Ήταν μεσημέρι κι έπαιζε ακόμα με το ποτάμι

5. ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ, Κόντευε να χαράξει και πάνω στο πρόσωπό της…

6. ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΥΚΑ, Διάλεξε τ’ άλογα για χάρη της

7. ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΝΕΡΟ, Φοβήθηκα πως θα μπορούσα να πεθάνω τώρα

8. ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ, Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους

9. ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, Τσουβάλια με άμμο φωνές από χαλάσματα

10. Η ΣΥΝΑΞΗ, Ταξιδεύαμε απ’ την αυγή

11. Ο ΝΕΚΡΟΣ, Φέρνοντας ίσκιους από το ποτάμι τον είδαμε να μπαίνει ξαφνικά…

12. Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ, Ένα χέρι έσκυψε ανάμεσα στα πόδια μας…

13. ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ, Ήξερε πως είχε κάνει μια βρώμικη ζωή

14. ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ, Παραμερίζοντας ένα παλιό φόρεμα με τ’ άρωμά της…

15. Η ΚΑΡΕΚΛΑ. Ήταν στο σπίτι μια παλιά καλόβολη καρέκλα  

16. ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Σωνόταν ο καιρός όπως το λάδι και

17. ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ, Βρεθήκαμε τότε με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι

 

 


ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Κοντά σε τούτες τις πέτρες

μαύρες μέσα στο φως·

κοντά στη φωνή του που χανόταν

μέσα στη δική μας

ή την ακούγαμε βαθύτερη

γεμάτη τρόμο

σαν να ξαναγύριζε από ξεροπήγαδο

πλάι σε κείνον που πέθαινε

και σε μας που υπομέναμε

τη θλίψη του αποχωρισμού

τον πόνο του θανάτου

κι ο ίδιος ίσκιος παντού

αλλά δροσιά πουθενά

ν’ ακουμπήσουμε·

σε τούτους τους αδυσώπητους άμμους

θυμήθηκα τη θάλασσα

-όχι το πέλαγο με τα καράβια

τυραγνισμένο από τις έγνοιες μας -

θυμήθηκα τη θάλασσα

ν’ ανθίζει στο παράθυρό μας

και ξαφνικά

στη λάμψη του μεσημεριού

να σκοτεινιάζει.

 

ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Εδώ ήταν η συνηθισμένη θέση του.

Ο άνθρωπος καθισμένος ανάμεσα

στη σιωπή του και τον καθρέφτη

κοιτάζοντας ένα πράγμα να καίγεται γρήγορα

κι ολοένα να σώνεται ασχημίζοντας.

 

Μπορούσε να υποφέρει ακόμη την αγάπη.

Καμιά φορά κουραζόταν

κοίταζε τότε κατά το ταβάνι

γεμάτο μάτια προσηλωμένα στα δικά του

και την αράχνη σε μιαν άκρη

κυματίζοντας να κατεβαίνει.

 

Ύστερα πέφτανε πάνω του μεγάλες πέτρες

χαλάσματα που τον κομμάτιαζαν

σε μικρές φωνές.

 

ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ (… δίδαξόν με τα δικαιώματά σου ΨΑΛΜΟΙ)

Ήμουν είπε χαμένος

αλλά γιατί κύριε

τα μάτια σας ασπρίσανε

βλέπετε δεν υπάρχει τίποτα

μονάχα τούτο το σημάδι

εδώ τι βλέπετε ψιθύρισε

μη γίνεις εις εμέ τρόμος

 

ακολούθησαν γελοίες σκηνές

κάτω στο πάτωμα

ολολυγμοί και θρήνοι

ένα κουρέλι αυτός

από εκδηλωμένες ασέλγειες

σάρκες και κόκαλα

που καίγονταν

 

όμως μη με χτυπάτε είπε

ήμασταν εκεί στη Σταύρωση

τον άκουσα να με φωνάζει

χωρίς να βλέπω

μέσα στο φως που με τύφλωνε

πήδησα γρήγορα το φράχτη

και πάλι τον άκουσα να με φωνάζει

μα ήμουν χαμένος είπε

 

και τότε πήγα στο ποτάμι

κάθισα κάτω απ’ τις ιτιές

κι έπαιξα ήσυχους σκοπούς

με την κιθάρα μου

 

όμως ο δαίμονας με παραμόνευε

νύχτα με το λυχνάρι

διαβάζοντας περιστατικά

από λαγνείες και στο Μυστρά

το ρούχο ενός αγίου

χρώμα κόκκινο με περικάλυψε

 

ήμουν είπε χαμένος

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

ΑΛΦΕΙΟΣ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Ήταν μεσημέρι κι έπαιζε ακόμη με το ποτάμι

ο ήλιος την έδενε από τα μαλλιά

και το ρόδινο νερό γύρω στα λαγόνια της.

 

Έβλεπα πως ήμουν το ποτάμι

αλλά γινόμουν άλογο κατεβαίνοντας αφρισμένο

και κείνη διχάλα στη γαλάζια ράχη μου

αντιστεκότανε μαζεύοντας τη δύναμή της

καθώς εμπαίναμε στους ίσκιους

κάτω από τις ιτιές.

Κι εγώ γελούσα

και μη γελάς μου έλεγε

μη γίνεσαι όνειρο, φοβάμαι

σε φοβάμαι.

 

Από τότε πολλές φορές άκουσα τη φωνή της

ξυπνώντας μέσα σ’ αυτό το φως

μαύρο σαν ένα μελίσσι

που μου έτρωγε τα μάτια.

 

ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ

Κόντευε να χαράξει και πάνω στο πρόσωπό της

σχεδιασμένο στη στάχτη του κρεβατιού

με το φτερό του ύπνου

είδα να χάνεται το λίγο που έμενε από τη νύχτα.

Κι επειδή πολύ φοβήθηκα τη λησμονιά

έσκυψα στην ανάσα της και πήρα

την πάχνη ενός φιλιού.

 

Δεν  ήταν μήτε η ανάσα της

μήτε το λίγο που έμενε από τη νύχτα

αλλά κάτι φυλαγμένο μέσα μας από καιρό

και πάλευα να το κρατήσω.

 

Τούτο το απόσταγμα μιας χαραυγής

ήταν ζωή ολόκληρη

ανάμεσα στο σκοτάδι και το φως.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

 

ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΑ ΛΕΥΚΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Αυτός με τα λευκά

 

Διάλεξε τ’ άλογα για χάρη μας

τα πότισε στο ποτάμι

και με το γλυκοχάραμα

διαβαίναμε το μονοπάτι.

Πρώτα η πάχνη και το σκυλί

ύστερα ο ήλιος

αχτίδες σ’ όλο του βουνό.

Ακούγαμε ανεβαίνοντας

τ’ αηδόνια τα νερά

το σήμαντρο στα σύννεφα

και φάνηκε η Ανάληψη.

 

Κι αυτός με τα λευκά

 

ψηλά στον ουρανό

ταξίδευε το μοναστήρι

ο κήπος με τα κυπαρίσσια του

τ’ αυλάκι με τις χήνες.

Κι οι καλόγεροι αδιάφοροι

 

ψηλά στον ουρανό

φέρανε μέλι και κρασί

και τα μερμήγκια μέθυσαν

και τα τζιτζίκια κόπηκαν.

Κατά το απομεσήμερο

νυστάξανε τα μάτια μου

πέρασε ένας αγέρας

κι ο έρωτας στον ύπνο μου

 

Αυτός με τα λευκά

 

 

 

ΕΝΑ ΠΟΤΗΡΙ ΝΕΡΟ

Φοβήθηκα πως θα μπορούσα

να πεθάνω τώρα

μονάχα τώρα, τούτη τη στιγμή.

Ύστερα φώναξα

κρατήθηκα απ’ τη φωνή μου

φωνάζοντας νερό

ένα ποτήρι.

Πρώτη φορά συλλογιζόμουν

συλλογιζόμουν ίσως τη ζωή μου

να χύνεται πραγματικά

σαν το νερό απ’ το γυαλί

που το ’σπασαν

και γίνηκε κομμάτια.

 

Κι όταν μου το ’φερε,

καθώς το κρατούσε μες στο φως

τρέμοντας λίγο το χέρι εκείνο

σαν την ψυχή που τρέμει

από το βάρος της αγάπης·

όταν το πήρα και

δροσίστηκα πίνοντας

το νερό και το φως

κι ο ίσκιος απ’ το χέρι εκείνο

κατέβηκαν μαζί

στο αδειανό κορμί μου

και γίνανε άξαφνα

ένα περιστέρι που πάλευε να σωθεί

σπαράζοντας σ’ ένα πηγάδι μέσα

μαύρο και βαθύ.

 

Κι άκουσα πάλι τη φωνή

να σκύβει. Κι ολοένα

ο ίδιος παράξενος ψίθυρος

Διψάς; μου έλεγε

Πες μου διψάς ακόμη;

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Την άνοιξη κατέβηκα πάλι στους δρόμους·

τα χελιδόνια γύρω στο καπέλο μου

κι εγώ τυφλός που ακούει πηγαίνοντας

φωνές απ’ τις μικρές μου αγάπες.

 

Κοντά στους κήπους κάτω απ’ τα παράθυρα

βράδιασα και δεν ένιωσα ποιος ήμουν.

Τη νύχτα ο ψίθυρος απ’ τα πουλιά μ’ ανέβαζε

σε ουράνιες αγορές, θέατρα του απείρου.

 

 

ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΣΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Τσουβάλια με άμμο

φωνές απ’ τα χαλάσματα

παιδιά που παίζουν

στα καταφύγια τώρα

γυμνή εκείνη

τη σέρνανε στη σκάλα

τα πόδια κομμένα –

πού ήταν η σκάλα;

Ήλιος και σκόνη

στον ορίζοντα κάρα

νεκροί παντού

τρύπες με πολυβόλα

κι ο φόβος στον ύπνο

τα ηλίθια όνειρα.

Κι όταν ξυπνήσω

θα πέφτω πάλι

στον ίδιο φόβο

θα νιώθω πάλι την ίδια θλίψη

τη θλίψη των δένδρων

εκεί που ανέβηκα παιδί

κοιτάζοντας από ψηλά

τους φίλους μου να μου χαμογελούν.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

 

Η ΣΥΝΑΞΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Ταξιδεύαμε από την αυγή.

Στο πλευρό μας η θάλασσα

λαμπερή σα γιαταγάνι

κόβοντας ίσκιους από πεύκα

καθώς καλπάζαμε. Περάσαμε

Παναγιές ερημικές, βρύσες

με πλατάνια, χωριά

που λιανοτρέμανε απόμακρα

στο χρυσό κόσκινο του ήλιου

κι όταν ζυγώναμε

γεμίζανε σκυλιά γυρεύοντας

να μας ξεσκίσουν.

Πουθενά δεν ξανασάναμε.

Αυτοί που σκύβαν στα χωράφια

σήκωναν κάποτε τα μάτια

απ’ το αλέτρι ή την αξίνα

μ’ έναν άδειο χαιρετισμό

κι άλλοι φυτεμένοι στους όχτους

κάτω απ’ τα κυπαρίσσια

έδειχναν δίπλα μας

τη γράνα του θανάτου·

τόσο κοντά μας οι νεκροί.

 

Μπήκαμε νύχτα στα βουνά

χωρίς να ξαποστάσουμε

χωρίς να μιλήσουμε σε κανέναν

πηγαίνοντας με την καρδιά σφιγμένη

ανάμεσα στο δόντι του νερού

και στο αγριεμένο μάτι της πέτρας

ακούγοντας ολοένα

πατήματα που πλήθαιναν παράξενα

και σκέπαζαν το μαύρο καταράχι.

 

Χωθήκαμε τότε σε σπηλιά

κι ανάβοντας φωτιά να ζεσταθούμε

είδαμε σύναξη μεγάλη ολόγυρα

γνώριμους κι άγνωστους αντάμα

οι πεθαμένοι με τους ζωντανούς

αμίλητοι κι ασάλευτοι.

Κάποιος ύστερα βγήκε στη μέση

και ρώτησε:

Ποιος είναι αυτός

που βάζει σίδερα στο φως

κι η γη γεμίζει κόκαλα

ο αγέρας δάκρυα και φωτιά –

ποιος είναι αυτός στον τόπο μας

που αποφασίζει;

 

Ο ΝΕΚΡΟΣ

Φέρνοντας ίσκιους από το ποτάμι, τον είδαμε να μπαίνει ξαφνικά.

Πάνω στα ρούχα του η πάχνη μοσχοβολούσε αλιγαριά.

Βολεύτηκε σε μια καρέκλα μετά που τον φιλέψαμε γλυκό κυδώνι

και κοίταζε ολοένα κατά τη γωνιά τη σκοτεινή με το τριζόνι.

 

Κάποιος σηκώνοντας τη λάμπα του φώτισε το πρόσωπο από κοντά.

Αυτός χαμογελούσε ήσυχος, γυρεύοντας την αγάπη μας όπως τ’ αδύναμα παιδιά.

Ήταν χορταριασμένος, γαλαζοπράσινος κι όλο ψάχνονταν σα να ζητούσε τα γυαλιά του

από τ’ αυτί του βγήκε μια σαύρα και χώθηκε στ’ άσπρα μαλλιά του.

 

Το πρόσωπό του αόριστο πέρναγε πότε στο φως και πότε στο σκοτάδι.

Κιντύνευε εύκολα, μας έλεγε. Περπατούσε ολοένα πέφτοντας σ’ ένα βαθύ πηγάδι.

Μετά σηκώθηκε, κατέβηκε τη σκάλα και καθώς πήγε να χαϊδέψει το σκυλί,

εκείνο αγρίεψε, τον δάγκωσε και βγήκε ουρλιάζοντας απ’ την αυλή.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

 

Η ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Ένα χέρι

έσκυψε τρέχοντας ανάμεσα στα πόδια μας

πήρε λίγο χώμα και το ’ριξε

πάνω στο πολύ που έπεφτε.

Ένα πρόσωπο

γύρισε δακρυσμένο και κρύφτηκε

πίσω από τ’ άλλα.

Στα μαρμαρογλυφεία δουλεύαμε ακόμη

τώρα που η ζέστη λιγόστευε.

Πάνω απ’ το γεφύρι

κάποιος κοίταζε αφηρημένος

τα βρώμικα στεκούμενα νερά κι ο σκύλος του

έψαχνε κει κάτω, μαυροπράσινος.

Θυμήθηκα τότε το Νεκρό

μια Κυριακή μέσα στο φως

να πιάνεται απ’ τις κολόνες

καθώς βουλιάζανε ολοένα

και τρέχανε δίπλα στις πιπεριές

χιλιάδες αυτοκίνητα.

 

Ύστερα φώναξα

και γρήγορα τον μετακόμισαν στον ουρανό.

 

 

ΟΙ ΑΡΑΧΝΕΣ

Ήξερε πως είχε κάνει μια βρώμικη ζωή

στο βάθος όμως άλλα τον πονούσαν.

Θέλω να πω

που δεν μπορούσε να κοιτάξει τα χαρτιά του

μιαν ώρα που σκεφτόταν καθαρά

και πράγματα λογής-λογής πηγαινοέρχονταν μέσα του

παράξενα και ωραία.

Βάλτος ακινησία συλλογιζόταν.

 

Μετά απ’ τον κινηματογράφο

πήγε και κλείστηκε, κάτι γυρεύοντας να ξαναβρεί

κάτι να γράψει απ’ τα γνωστά.

Θυμήθηκα τότε μια γυναίκα πεθαμένη από καιρό

να τον κοιτάζει με αγάπη

τότε που περνούσε κάτω απ’ το παράθυρό της.

Και μια μέρα την πήρε

μπήκανε σε μια βάρκα – κι ανοιχτήκανε λίγο πίσω στα βράχια –

τα μαλλιά της στο πρόσωπό του

καθώς έγερνε πάνω του τραβώντας τα κουπιά

και τη φίλησε.

Ύστερα κηρύχθηκε ο πόλεμος.

 

Προτίμησε να κοιμηθεί.

Την είδε πρώτη φορά έρχεται στον ύπνο του

σα μέδουσα, τα στήθια της κομμένα

τα μαλλιά της να κυματίζουν

ζωντανά μέσα σε φως γαλάζιο.

 

Φυλάξου, του είπε,

αυτές οι αράχνες θα σου φάνε τη ζωή.

 

Ξύπνησε.

Γύρω του στον τοίχο κατέβαιναν

πολλές αράχνες.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

 

 

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Παραμερίζοντας ένα παλιό φόρεμα με το άρωμά της

βρήκα τούτο το χαρτί γραμμένο σε δύσκολες ώρες

στο πίσω μέρος ενός μηνύματος για διασκέδαση.

Πικρές εικόνες ανάμεσα στα λόγια και η ψυχή

όμοια με το σαλίγκαρο που ’χει κολλήσει σ’ ένα κλωνάρι.

 

Έξω έβρεχε. Η μέρα ήταν θολή.

Ο κόσμος σαν να μην υπήρξε ποτέ.

 

Μου μιλούσε για τα πουλιά. Κάτω από το κυπαρίσσι

το χώμα μύριζε με τη βροχή. Και τα πουλιά

τα κοίταζα στα μάτια της μονάχα.

 

Το βράδυ εκείνο δεν πήγαινε στη φιλική διασκέδαση.

Αφήσαμε να ξεχαστεί το μήνυμα.

 

Την αυγή τα πουλιά κατέβηκαν πλήθος από το φωταγωγό.

 

Η ΚΑΡΕΚΛΑ

Ήταν στο σπίτι μια παλιά καλόβολη καρέκλα

η θέση της εκεί που έπεφτε ο ήλιος

αντίκρυ στα βουνά. Την έβρισκε ο καθένας πρόχειρη

όμως την είχαμε για τον Πατέρα.

Ερχόταν ο Θείος Χρήστος – «μη νομίσετε

πως την αγάπη σας την αγοράζω» έλεγε·

μας έφερνε παράξενα άνθη απ’ τα χωράφια του

κι όλο χολή και γκρίνια. Η Μάνα μου στη μέσα κάμαρη –

«τι να του πεις, τέτοιοι ψοφίμι, Θε μου»

Κι ο Πατέρας φώναζε που ο θάνατος είναι μια σκάλα

ξαφνικά φωτίζεται κι ύστερα σκοτεινιάζει.

Απ’ έξω, στο μπαλκόνι, ο ουρανός ανάμεσα σε φτερά

κι έβγαινε η Θεία Καλή και κοίταζε.

Άλλοι συγγενείς ανέβαιναν μιλώντας ζωηρά.

Ο Αλέξης ένα φως, πανύψηλος σα δάσος

που το παίρνει ο άνεμος. Ύστερα η Θειά Μερόπη

κατεδαφισμένη από καιρό, είχε πληγές

αφόρμισαν και πέθανε. Σκότωσαν τον Αλέξη

τον τουφεκίσανε πάνω στην άμμο, τ’ άλογο

τον έσυρε ως το λόφο. Πέθανε κι ο Παππούς

τον βρήκανε στο αχούρι. Τότε τα τίναξε ο Βαρώνος

το γαϊδούρι μας. Ύστερα πέθανε ο Πατέρας.

Η Θεία Καλή κοιτάζοντας πάντα το χελιδόνι

να κόβει ψαλίδι ένα άσπρο σύννεφο.

Ύστερα ο Αντωνάκης από δεφθερίτη. Ζάρωσε η Μάνα.

Κι ο Θείος Χρήστος – «μη νομίσετε πως αγοράζω

την αγάπη σας»

Άκουσα κάποιο απόγευμα λόγια και γέλια

που αντηχούσαν σα φιλιά· ήταν απ’ τα βουνά η ξαδέλφη μου.

Την πήγα στο ποτάμι. Είδα το κορμί της πως έβγαινε

από το νερό.

Ύστερα ωραία κοντά μου, ένα θαμπό φεγγάρι κατεβαίνοντας

στα μάτια της. Κοιμήθηκε.

Κατάλαβα πως έπεφτε το σπίτι. Δε βαστούσα πια.

Μεγάλωσα κι έφτασα εδώ.

Γράφω τούτο, καθισμένος σ’ εκείνη την καρέκλα.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971)

Σωνόταν ο καιρός όπως το λάδι

που το πίνει μια φλόγα

η φλόγα που έβλεπα στα μάτια του αλόγου μου

όταν ξεπέζευα να πιω νερό

να ξαποστάσω λίγο. Κι έφευγα πάλι

νύχτα καλπάζοντας ανέβηκα

σε κείνα τα ρημαγμένα χωριά μας

ακούγοντας τις καμπάνες για το φόνο και τη φωτιά.

Έλιωσε τ’ άλογο, το ξέκανα. Δεν ήθελα να φοβηθώ,

περπάτησα μονάχος. Κάποτε στο πλευρό μου

μια γυναίκα γυμνή μου έδειχνε κλαίγοντας

τα κομμένα στήθια της.

Μπορούσα να υπομένω ώρα πολλή κοιτάζοντας.

Θυμήθηκα πολλές φορές το σπίτι μας

την ασημένια πάχνη στα χωράφια μας

τις τσιγγάνες να έρχουνται ψημένες στο λιοπύρι

κι όλο δίψα γι’ ακολασίες. Δοκίμαζα και ξανάρχιζα.

Περιπλανήθηκα σ’ αυτά τα μέρη χρόνια και χρόνια

κι ο ήλιος σαν ένα μαύρο πανί μου έδενε τα μάτια.

Σιγά-σιγά τυφλώθηκα. Παρακαλώ να περάσω.

 

ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ (μνήμη του Μακρυγιάννη – στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη)

Βρεθήκαμε τότε κλεισμένοι με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι

κι άρχισα πάλι να ψάχνω για τα χαρτιά ενός δικού μας

που γύρευε Δικαιοσύνη

ακούγοντας ολοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται

τη φωνή του ν’ αντέχει όσο είναι ο κόσμος τούτος κι ακόμη όταν κανένας πια δεν θα υπάρχει.

 

Ήταν σκοτεινά κι ανάβοντας το λυχνάρι για να φωτιστούμε

είδα μια κασέλα και την άνοιξα με την τρεμούλα της ελπίδας

όμως δεν βρήκα τίποτε, μονάχα σκόνη από φθαρμένα

πράγματα που έλιωναν και τα ’τρωγε ο καιρός

και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος· δοκίμασα θαρρώ να την κρατήσω.

 

Ο αγέρας κατεβαίνοντας απ’ τα κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι

και στο κατώγι θα ’λεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς

χώμα και κόκαλα. Έπειτα ησυχία. Και πάλι ο αγέρας

σαν ποδοβολητό αλόγου κοντά στον τοίχο του περιβολιού

έφευγε ξαναγύριζε και ξαφνικά πηδώντας το λάκκο του ονείρου μου

μπήκε στην αυλή, ακούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του

πέρασε τα χαγιάτια κι ανέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα.

 

Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας

λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ιδρωμένο ένα άσπρο άλογο.

Μας κοίταζε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι

χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την οπλή κι έσπασε το σανίδι.

«Σκύψε, τι βλέπεις;» μου είπε ο Ποιητής

και γονατίζοντας πάνω απ’ το μαύρο άνοιγμα

είδα και γνώρισα κει κάτω πλήθος αλυσοδεμένους

γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη.

 

Έτσι με πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε

και βγήκα κι ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.

Γύρω μου κανείς. Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.

Χάραξε η μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω απ’ τα κυπαρίσσια

το φως ενός σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΚΑΤΩΓΙ 1971]

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΧΤΗ…

Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν… Στον μέλλοντα, λοιπόν, αιώνα αυτοί θα τρέξουν στο ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ να ζητήσουν μια θέση και βέβαια θα πληρώσουν μ’ ένα Ποίημα… Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μην σβήνει όταν χαμηλώνει…

Δευτέρα, 9 Νοεμβρίου 2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΑ ΠΕΣΟΥΝΕ ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΑΠ’ ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ

  (… εδώ που ψιθυρίζουνε γλυκά οι αύρες…) «Αχ, να μη σ’ έβλεπα καλύτερα παρά που μπαίνεις έτσι από τον τοίχο»!.. (Αλόη Σιδέρη)   ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ